- νευρογραφία
- ηη επιστημονική περιγραφή τού νευρικού συστήματος.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. neurography < νευρ(ο)-* + -γραφία (-γράφος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… … Dictionary of Greek
νευρ(ο)- — α συνθετικό πολλών επιστημονικών ιατρικών όρων τής Νεοελληνικής που προέρχονται από το ουσ. νεύρο και εισήχθησαν στην Ελληνική ως αντιδάνεια από την ξεν. ορολογία (νευρομυελίτιδα, πρβλ. αγγλ. neuromyelitis νευροτομία, πρβλ. αγγλ. neurotomy… … Dictionary of Greek
νευρογράφος — ο, η επιστήμονας που ασχολείται με τη νευρογραφία … Dictionary of Greek
νευρογραφικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νευρογραφία. επίρρ... νευρογραφικώς και ά από νευρογραφική άποψη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. neurographic < νευρ(ο) * + γραφικός (< γράφος)] … Dictionary of Greek